- κολλητικός
- -ή, -ό (AM κολλητικός, -ή, -όν, Α δωρ. τ. κολλατικός, -ή, -όν) [κολλητός]αυτός που χρησιμεύει για κόλληση, αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλάνεοελλ.1. (για συνήθειες) αυτός που μεταδίδεται εύκολα2. το ουδ. ως ουσ. το κολλητικόη κολλώδης ουσία που χρησιμοποιείται από τους αγιογράφουςκαι τους διακοσμητές ως συνδετικό υλικό στις τοιχογραφίεςνεοελλ.-μσν.(για ασθένεια) μεταδοτικός, μολυσματικόςαρχ.(το ουδ. στον δωρ. τ. ως ουσ.) τὸ κολλατικόνη κόλλα.επίρρ...κολλητικάμε κολλητικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.